- ἀλλοτριοπραγία
- ἀλλοτριο-πρᾱγία, ἡ,A meddling with other folk's business, Plu.2.57d, Procl. in R.1.216K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλλοτριοπραγία — ἀλλοτριοπραγίᾱ , ἀλλοτριοπραγία meddling with other folk s business fem nom/voc/acc dual ἀλλοτριοπραγίᾱ , ἀλλοτριοπραγία meddling with other folk s business fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοτριοπραγία — ἀλλοτριοπραγία, η (Α) η ανάμιξη σε ξένες υποθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + πραγία < πράττω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοτριοπραγῶ] … Dictionary of Greek
ἀλλοτριοπραγίαν — ἀλλοτριοπραγίᾱν , ἀλλοτριοπραγία meddling with other folk s business fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοτριοπραγμοσύνη — ἀλλοτριοπραγμοσύνη, η (Α) [ἀλλοτριοπράγμων] η αλλοτριοπραγία* … Dictionary of Greek
αλλοτριοπραγώ — ἀλλοτριοπραγῶ ( έω) και ἀλλοτριοπραγμονῶ (Α) [ἀλλοτριοπραγία] 1. αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσεις, πολυπραγμονώ 2. κινώ, προκαλώ στάσεις, ταραχές … Dictionary of Greek
αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη … Dictionary of Greek
ՕՏԱՐԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 1028 Chronological Sequence: 8c գ. ἁλλοτριοπραγία aliena actio. Օտար գործողութիւն կամ գործ. *Զամենայն անհաւասարութիւն եւ օտարագործութիւն ʼի բոլորիցս ʼի բաց արտաքսել. Դիոն. ածայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)